- υποχοντρία
- η, Νβλ. υποχονδρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποχοντρία — υποχοντρία, η και υποχονδρία, η 1. μορφή νευρασθένειας που χαρακτηρίζεται από μεγαλοποίηση της σημασίας συνηθισμένων σωματικών ενοχλημάτων και που προκαλεί στον άρρωστο άγχος για την υγεία του και κατάθλιψη. 2. το να είναι κανείς δύστροπος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποχονδρία — (Ιατρ.). Νευρασθενικό σύνδρομο που δημιουργεί στον ασθενή την έμμονη ιδέα ότι πάσχει από κάτι. Περιγράφεται, για πρώτη φορά, με όλα τα συμπτώματά του, από τον Γαληνό ο οποίος και πρώτος χρησιμοποίησε τη λέξη υ., επειδή πίστευε, όπως και οι… … Dictionary of Greek
υποχοντριάζω — υποχοντρίασα, αμτβ., έχω υποχοντρία (βλ. λ.), γίνομαι υποχοντριακός (βλ. λ.), παραξενιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποχοντριακός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που πάσχει από υποχοντρία, υποχόντριος. 2. δύστροπος, δύσκολος, στριμμένος, ακοινώνητος, μισάνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)